μετεκφώνητος

μετεκφώνητος
μετεκφώνητος, -ον (Α) (αμφβλ. γρφ.)
1. αυτός που συνεκφωνείται, που εκφωνείται μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. (κατ' επέκτ.) ο σύμφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἐκφωνῶ, μέσω ενός αμάρτυρου *μετεκφωνῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”